- φυλακίτης
- ὁ, ΜΑφυλακισμένος, κλεισμένος στη φυλακήαρχ.(στην Αίγυπτο) όργανο τής τάξης, αστυνομικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλαξ, -ακος + κατάλ. -ίτης*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυλακίτης — φυλακί̱της , φυλακίτης police official masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφυλακίτης — ὁ, θηλ. συμφυλακῑτις, ίτιδος, ΜΑ 1. αυτός που είναι φυλακισμένος μαζί με κάποιον άλλον 2. αυτός που υπηρετεί ως φυλακίτης* μαζί με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φυλακίτης «κρατούμενος, φυλακισμένος»] … Dictionary of Greek
φυλακιτεύω — Α [φυλακίτης] (στην αρχ. Αίγυπτο) υπηρετώ ως φυλακίτης*, ως αστυφύλακας … Dictionary of Greek
φυλακίτας — φυλακί̱τᾱς , φυλακίτης police official masc acc pl φυλακί̱τᾱς , φυλακίτης police official masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακίτις — ίτιδος, ἡ, Α (στους Πυθαγορείους) ο αριθμός επτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. θηλ. τού φυλακίτης* από φύλαξ, ακος + κατάλ. ῖτις / ίτιδα*] … Dictionary of Greek
φυλακιτικός — ή, όν, Α [φυλακίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους φυλακίτας, στους αστυνομικούς τής Αιγύπτου («φυλακιτικὸς κλῆρος», πάπ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φυλακιτικόν το ποσό που κατέβαλλαν οι ιδιοκτήτες καταστημάτων, αποθηκών ή αγρών για να… … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek
φυλακίταις — φυλακί̱ταις , φυλακίτης police official masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακίτην — φυλακί̱την , φυλακίτης police official masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακίτου — φυλακί̱του , φυλακίτης police official masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)